- πλησιάζουσα
- πλησιάζωbring nearpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλησιαζούσας — πλησιαζούσᾱς , πλησιάζω bring near pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) πλησιαζούσᾱς , πλησιάζω bring near pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AUREA Regio — an Insula, Graece χρυσῆ χώρα, memoratur Avieno, Inde fluenta Tenduntur Scythici longe maris in facis orium Eoae, qua Cyaneis erepit ab undis Insula, quae prisci signatur nominis usu Aurea: Dionysio, cuius verba is vertit, χρυσείη dicitur; estque… … Hofmann J. Lexicon universale
Φιζό, Αρμάν Ιππολίτ Λουί — (Fizeau, Παρίσι 1819 – Βεντέιγ 1896). Γάλλος φυσικός. Από εύπορη οικογένεια, μπόρεσε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στη μελέτη και στην έρευνα. Το όνομά του συνδέεται κυρίως με τη μέτρηση της ταχύτητας του φωτός. Έκανε επίσης πειράματα για να μετρήσει … Dictionary of Greek